Το  Κρυμμένο σου  Πρόσωπο…
Special Guest

Άμα θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι άμα θέλεις να γίνεις αυτό που θες…

Κάποιες φορές, τυχαία, ανυποψίαστα, εκεί που περπατάς αμέριμνος ή σκεφτικός, εκεί που απολαμβάνεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα ή το πέταγμα ενός χελιδονιού, εκεί που καπνίζεις το τελευταίο σου τσιγάρο ή στο χρόνο εκείνο λίγο πριν τον ύπνο, την ώρα που η ζωή κάνει το ταμείο της,  εμφανίζεται μπροστά σου ένας καθρέφτης, από εκείνους που τους φτιάχνουν συγκεχυμένες εικόνες, από λύπες, από χαρές, από αγάπες, από έρωτες, από πάθη, από απογοητεύσεις.

Εμφανίζεται μπροστά σου, μ’ αυτήν την διάφανη παρουσία του, πάντα στο μπόι σου, σαν ίσος προς ίσο, χωρίς να σε ρωτήσει, χωρίς την άδειά σου και με μια ενστικτώδη πρακτική σου μαρτυρά, χωρίς να τον ρωτήσεις.

Γίνεται τότε ο καθρέφτης αυτός, μια γνωστική εικόνα της συνείδησης, με όλα τα πρόσωπά σου επάνω της, πατημένο το προηγούμενο από το επόμενο και πουθενά το τέλος.

Και μόνο πρόσωπα, πρόσωπα, πρόσωπα, σαν επαναλήψεις, σαν τελειωμένες εμπειρίες, σαν ελλείψεις και σαν φόβος.

Και στέκεται ο καθρέφτης αυτός απέναντί σου σαν βουβός συνομιλητής μιας συζήτησης που δεν άρχισε ακόμη.

– Δεν μου λες τίποτα καινούργιο, λες στον καθρέφτη σου. Τα ξέρω όλα. Η ψυχή μου είναι η διάθεση μου και η διάθεση μου το πρόσωπο μου. Και όλα τα πρόσωπα που μου φανερώνεις γνωστά στη μνήμη. Τα ξέρω. Δεν με τρομάζουν. Ζω μαζί τους.

– Δεν σου λέω τίποτα νέο, γιατί δεν με ρώτησες    – απαντά ο καθρέφτης – γιατί δεν τόλμησες ποτέ να το κάνεις. Και τώρα πάλι δεν με ρωτάς. Επιμένεις και πάλι στη γνώση και στην αποδοχή όλων των κουρασμένων και πατημένων εικόνων σου πάνω μου. Και δεν αντιδράς. Όμως κουράστηκα να σε βλέπω συνέχεια έτσι, γι’ αυτό και τώρα θα σου πω μόνος μου.

– Κοίτα λοιπόν. Κοίτα καλά. Πίσω ακόμα κι απ’ το τελευταίο στην επιφάνειά μου πρόσωπό σου. Πίσω ακόμα κι απ’ την ίδια τη σιωπή των πρόσωπων σου.

Κάποιος φωνάζει… Ακούς; Βλέπεις;

Πίσω – πίσω, σκυφτός και απογοητευμένος, σαν μαθητής, χρόνια τώρα καθισμένος στο τελευταίο θρανίο, με συνεχώς σηκωμένο το χέρι του – ίσως γιατί γνωρίζει καλά το μάθημα της ιστορίας σου – ζητάει να μιλήσει, να σου πει ότι γνωρίζει, κυρίως ότι δεν γνωρίζεις εσύ.

Μα ποτέ δεν του έδωσες σημασία. Ποτέ δεν του έδωσες τον λόγο. Διάλεγες άλλα από τα πρόσωπα σου, αυτά των τελευταίων χρονικά εποχών, μιας και η ψυχή σου βιάστηκε στο χρόνο και δεν είναι αναγνωρίσιμο πια το πραγματικό πρόσωπό της.

Μα αυτός τα ξέρει όλα. Τα βλέπει όλα. Ξέρει όλα αυτά που εσύ γνώριζες από παλιά μα τώρα ξέχασες. Δεν έχει όπλα. Ένα χέρι σηκωμένο για να τον προτιμήσεις και ένα φως σαν δύναμη, από αυτή που όσο και να τη σπαταλήσεις  δεν σώζεται, δεν τελειώνει. Που όσο κι αν την επικαλέστηκες, δεν την προτίμησες αρκετά.

Κοίταξέ τον. Εκεί στο τελευταίο θρανίο. Κοίτα τα μάτια του. Πλημυρίζουν φως. Κοίτα το στόμα του, σαν αγιάτρευτη πληγή. Θέλει να μιλήσει. Και η φωνή του έχει γίνει τώρα βροντή. Κοίτα το υψωμένο του χέρι. Δεν ικετεύει πια τη προσοχή σου. Έγινε γροθιά, να χτυπήσει και να σπάσει όλα τα άλλα πρόσωπά σου, ένα χέρι σαν φωτιά, σαν αστροπελέκι, να σου κάψει όλες τις φωτιές. Ένα φως άγριο είναι το πρόσωπό του.

ΕΣΥ

Και περιμένει την ώρα του. Μη το φοβάσαι. Ή καλυτέρα, μονάχα αυτό να φοβάσαι. Μπορεί να φανερωθεί και να τυφλώσει τα πάντα. Μπορεί να φανερωθεί και να σαρώσει τα πάντα.

Ήταν πάντα εκεί.

Δεν το έβλεπες.

Δεν το εμπιστεύτηκες, μα ήταν πάντα εκεί.

Είναι εδώ και τώρα, και σου φωνάζει..

Πέτρος Χατζηπαύλου

 

Δανείσου λίγο από το Φως που κρύβεις μέσα σου και μοίρασέ το στο φως. Άλλο τέτοιο φως δεν σου χαρίστηκε.

Μόνο το δικό σου. Αυτό είναι το μόνο φως που μπορεί να ανοίξει τρύπες στα σκοτάδια. Το μόνο δικό σου.

Είναι το φως που όλοι διακρίνουν επάνω σου, που όμως δεν το χρησιμοποίησες ποτέ.

Είναι το φως που δεν φοβάται το σκοτάδι.

Είναι η στιγμή. Μη το απογοητεύσεις ξανά.

Είναι η βοήθεια που από πάντα έκρυβες μέσα σου, μα τη ζητούσες από άλλους. Είναι ο σύντροφός σου στις μάχες, που όμως δεν τον άφησες να πιάσει μαχαίρι.

Είσαι ΕΣΥ.

Το πρόσωπό σου, όπως το ονειρεύτηκες. Αυτόνομο, ελεύθερο, φωτεινό, αυτοδιάθετο σε όλες τις συμφορές, σε όλες τις χαρές, ανεξάρτητο, δικό σου.

Μόνο δικό σου.

Κι αν το βλέπεις ( αν κατάφερες να το δεις ) θλιμμένο, βαρύ και σκυθρωπό, δεν είναι από στεναχώρια. Είναι που δεν το επέλεξες νωρίτερα, πριν πλακωθεί από όλα εκείνα τα επόμενα και συνθλιβεί πίσω από την αφάνειά του.

Μα δες το, επιμένει.

Είμαι εδώ – σου φωνάζει –

Ποτέ δεν έφυγα. Εσύ δεν με είδες.

Ήμουν ένα πρόσωπο κρυμμένο πίσω από την μοναξιά σου. Και ένοιωθες μόνη. Ήμουν το άλλο πρόσωπο της χαράς. Και ήσουν λυπημένη. Ήμουν το πρόσωπο της εμπιστοσύνης. Και ένοιωθες προδομένη. Είμαι το κρυφό σου όνειρο, που δεν ελπίζει σε κανέναν για να βγει αληθινό.

Άμα θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι άμα θέλεις να γίνεις αυτό που θες…γίνεται.

Λευτέρωσέ το. Λύτρωσέ το. Δώσε του τη δύναμη να σπάσει όλα τα άλλα είδωλά σου. Να βγει μπροστά. Να σου φανερώσει το πραγματικό σου πρόσωπο. Αυτό που πάντα ήθελες να είσαι. Δεν είσαι εσύ όλα τα άλλα είδωλά στον καθρέφτη.

Εμπιστέψου το. Και ύστερα, άστο να πάρει ανάποδα το δρόμο. Από το πρόσωπο στη διάθεση και από τη διάθεση στη ψυχή. Και θα δεις. Κάπου εκεί, σε μια άκρη του χρόνου, η Ζωή, καθισμένη πάνω στη γαλήνη σου, θα ακουμπάει με εμπιστοσύνη τα χέρια της πάνω στους ώμους σου και θα σου χαμογελά.

Ήταν  ο εργάτης, που μάζευε σπυρί – σπυρί τη χαρά για να σου τη παραδώσει ευτυχία, που σου έσταζε το δάκρυ στα μάτια για να σε λυτρώσει και μετά στα σκούπιζε, που σου έχτιζε τις γέφυρες να περνάς τα ποτάμια και σε κράταγε απ’ το χέρι, που σου έριχνε το φως σου για να βλέπεις.

Ήταν πάντα εκεί. Δεν το έβλεπες.

Δεν το εμπιστεύτηκες, μα ήταν πάντα εκεί.

Είναι εδώ και τώρα, και σου φωνάζει..

ΠΑΡΩΝ.. ΠΑΡΩΝ

Δώσε του το πρόσταγμα να φανερωθεί, να λάμψει.

Άλλο πιο πιστό σύντροφο στη ψυχή σου, δεν έχεις.

Άλλο συνοδοιπόρο στους γκρεμούς, στις ταραχές και στις φωτιές, δεν έχεις.

Έχεις μόνο εκείνο το πρόσωπό σου με υψωμένο το χέρι του γροθιά.

Και είναι το πραγματικό δικό σου.

Άμα θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι άμα θέλεις να γίνεις αυτό που θες…

Γίνεται.

ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΕΣ